- ιαμβογράφος
- ιαμβοποιός ο поэт, пишущий ямбами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιαμβογράφος — ο (Α ἰαμβογράφος) αυτός που γράφει ιαμβικά ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + γραφος*] … Dictionary of Greek
ιαμβογράφος — ο αυτός που γράφει ιάμβους: Ο Αρχίλοχος ήταν ιαμβογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
SIMONIDES — Ceus, Poeta melicus, floruit Olymp. 65. Pausaniae inprimis et Hieroni carus: primus memorandi artem invenisse fertur. Cum enim cenaret in Thessalia apud Scopam fortunatum hominem et nobilem, cecimssetque id carmen, quod in eum scripserat, in quo… … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ιαμβογραφία — ἰαμβογραφία, ἡ (Μ) [ιαμβογράφος] το να γράφει κάποιος ποιήματα σε ιάμβους … Dictionary of Greek
ιαμβοποιός — ο (Α ἰαμβοποιός) ο ιαμβογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + ποιος (< ποιώ)] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αισχρίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος ιαμβογράφος και λυρικός ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Σώθηκαν μικρά αποσπάσματα από το ποίημά του Εφημερίδες και ένα επιτύμβιο επίγραμμά του στην εταίρα Φιλαινίδα. 2. Εμπειρικός φιλόσοφος από την Πέργαμο (2ος αι. π.Χ … Dictionary of Greek
Έρμιππος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας (5ος αι. π.Χ). Ήταν σύγχρονος του Κρατίνου και του Ευπόλιδα. Από τα σαράντα έργα του, μόνο δέκα τίτλοι είναι γνωστοί (Αγαμέμνων, Αθηνάς γοναί, Αρτοπώλιδες,… … Dictionary of Greek